Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ο μακρινός συγγενής

  • 1 дальний

    дальний μακρινός, μακρύς·\дальний путь о μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι ◇ \дальний родственник ο μακρινός συγγενής
    * * *
    μακρινός, μακρύς

    да́льний путь — ο μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι

    ••

    да́льний ро́дственник — ο μακρινός συγγενής

    Русско-греческий словарь > дальний

  • 2 родственник

    -а, -ца, -ы θ.
    ο συγγενής, -ισσα•

    родственник по матери συγγενής από τη μητέρα•

    близкий родственник κοντινός (στενός) συγγενής•

    дальний родственник μακρινός συγγενής•

    он мне родственник αυτός είναι συγγενής μου.

    Большой русско-греческий словарь > родственник

  • 3 дальний

    επ..
    1. μακρινός•

    -ее расстояние μακρινή απόσταση•

    -ее плавание υπερπόντιος πλους, ωκεανοπλοΐα ή μακρινό ταξίδι.

    2. απομακρυσμένος, απόμακρος, αλαργινός•

    -ие деревни απομακρυσμένα χωριά•

    в -ие временагота παλιά χρόνια, τον παλιό καιρό.

    3. (γιά συγγένεια) μακρινός•

    дальний родственник μακρινός συγγενής•

    они -яя родня αυτοί είναι μακρινοί συγγενείς•

    -ее родство μακρινή συγγένεια.

    4. παλ. έξυπνος, οξυδερκής νους, τετραπέρατος•

    человек он -го ума του κόβει πολύ το μυαλό•

    он не из -их δεν είναι από εκείνους τους έξυπνους.

    εκφρ.
    без -их слов, разговоров, околичностей – χωρίς μακρολογίες, κουβέντες, περιστροφές.

    Большой русско-греческий словарь > дальний

  • 4 отдалённый

    επ. από μτχ.
    μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•

    отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•

    -ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•

    -ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•

    -ое будущее το απώτατο μέλλον•

    -ое прошлое το μακρινό παρελθόν•

    -ое родство μακρινή συγγένεια•

    отдалённый родственник μακρινός συγγενής.

    || απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•

    -ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.

    || αποξενωμένος αδιάφορος.

    Большой русско-греческий словарь > отдалённый

  • 5 дальний

    дальн||ий
    прил
    1. (отдаленный, далекий) μακρινός, μακρυνός, ἀπομακρυσμένος, (ἀπο)μεμακρυσμένος:
    \дальнийие районы οἱ ἀπομακρυσμένες περιοχές· \дальнийие страны οἱ μακρυνοί τόποι· \дальнийее расстояние ἡ μεγάλη ἀπόσταση· \дальнийее плавание ὁ μακρυνός πλους· поезд \дальнийего следования ἡ ἀμαξοστοιχία μακρινών διαδρομών· авиация \дальнийего действия ἡ ἀεροπορία μεγάλης ἀκτίνος δράσεως·
    2. (о родстве) μακρυνός:
    \дальний родственник ὁ μακρυνός συγγενής· ◊ без \дальнийих слов χωρίς περιττά λόγια, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > дальний

См. также в других словарях:

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • ακροσυγγενής — ο (θηλ. ισσα) μακρινός συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + συγγενής. ΠΑΡ. ακρυσυγγενεύω] …   Dictionary of Greek

  • έτης — ἔτης, ὁ (Α) I. στον πληθ. oἱ ἔται 1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε»,… …   Dictionary of Greek

  • ακροσυγγενεύω — [ακροσυγγενής] έχω μακρινή συγγένεια με κάποιον, είμαι μακρινός συγγενής του …   Dictionary of Greek

  • κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη …   Dictionary of Greek

  • Παμφίλι — (Pamphili). Ρωμαϊκή οικογένεια ευγενών. Γενάρχες της οικογένειας θεωρούνται ο Ιάκωβος και ο Φραντσέσκο, που έζησαν τον 15o αι. Από την οικογένεια αυτή προέρχεται ο Τζιαμπατίστα, που έγινε πάπας με το όνομα Ινοκέντιος I». Ο Καμήλο Π. μετά τον γάμο …   Dictionary of Greek

  • αλαργινός — ή, ό επίρρ. ά μακρινός: Είναι αλαργινός μου συγγενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»